στο λεξικό PONS
al·lot·ment [əˈlɒtmənt, αμερικ -ˈlɑ:t-] ΟΥΣ
1. allotment:
2. allotment ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ:
3. allotment βρετ (plot of land):
vol·ume [ˈvɒlju:m, αμερικ ˈvɑ:l-] ΟΥΣ
2. volume no pl (amount):
3. volume no pl (sound level):
4. volume (control dial):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
allotment volume ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
volume
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.