στο λεξικό PONS
ad·di·tion·al [əˈdɪʃənəl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. additional (extra):
2. additional ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
I. com·pen·sa·tion [ˌkɒmpənˈseɪʃən, αμερικ ˌkɑ:m-] ΟΥΣ no pl
1. compensation (monetary amends):
2. compensation (recompense):
II. com·pen·sa·tion [ˌkɒmpənˈseɪʃən, αμερικ ˌkɑ:m-] ΟΥΣ modifier
1. compensation (monetary amends):
2. compensation αμερικ (salary):
additional ΕΠΊΘ
-
- zu etw hinzukommen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
additional compensation ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
compensation [ˌkɒmpənˈseɪʃn] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.