στο λεξικό PONS
Aus·gleich <-[e]s, -e> ΟΥΣ αρσ πλ selten
2. Ausgleich (das Wettmachen):
- Ausgleich
-
- Ausgleich eines Fehlers, Schadens
-
4. Ausgleich (Vermittlung):
- Ausgleich
-
5. Ausgleich (Kompensierung):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ausgleich ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
- Ausgleich (finanzielle Regelung)
-
-
- Ausgleich αρσ
-
- Ausgleich αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.