Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. secret [βρετ ˈsiːkrɪt, αμερικ ˈsikrɪt] ΟΥΣ
1. secret (unknown thing):
II. secret [βρετ ˈsiːkrɪt, αμερικ ˈsikrɪt] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- secrete
- secretion
- secretive
- secretively
- secretiveness
- secret weapon
- sect
- sectarian
- sectarianism
- section
- sectional