Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
regulatory [βρετ ˈrɛɡjʊlət(ə)ri, ˌrɛɡjʊˈleɪt(ə)ri, αμερικ ˈrɛɡjələˌtɔri] ΕΠΊΘ
body [βρετ ˈbɒdi, αμερικ ˈbɑdi] ΟΥΣ
1. body (of person, animal):
2. body προσδιορ (for use on body):
4. body (main section):
5. body προσδιορ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡ:
- body repair
-
6. body (large quantity):
7. body (group):
στο λεξικό PONS
regulatory body ΟΥΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
regulatory [ˌregjʊˈleɪtrɪ, αμερικ ˈregjəleɪtɔ:rɪ] ΕΠΊΘ τυπικ
body <-ies> [ˈbɒdi, αμερικ ˈbɑ:di] ΟΥΣ
2. body (group):
4. body (main part):
- body car
- carrosserie θηλ
regulatory body ΟΥΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
regulatory [ˈreg·jə·lə·tɔr·i] ΕΠΊΘ
body <-ies> [ˈba·di] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- regularity
- regularize
- regularly
- regular soldier
- regulate
- regulatory body
- regulo
- regurgitate
- regurgitation
- rehab
- rehabilitate