Ελληνικά » Γερμανικά

φαινοαντίγραφο [fɛnɔanˈdiɣrafɔ] SUBST ουδ ΓΕΝΕΤ

φ|αίνομαι <-άνηκα> [ˈfɛnɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

5. φαίνομαι (αποδείχνομαι, αφήνω κάποια εντύπωση):

τένοντας [ˈtɛnɔndas] SUBST αρσ

φαινακετίνη [fɛnacɛˈtini] SUBST θηλ

φαινογενετική [fɛnɔjɛnɛtiˈci] SUBST θηλ

φαινολικ|ός <-ή, -ό> [fɛnɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ

φαινολογία [fɛnɔlɔˈjia] SUBST θηλ ΜΕΤΕΩΡ

φαινομενικ|ός <-ή, -ό> [fɛnɔmɛniˈkɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский