Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „φαινόμενο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

φαινόμενο [fɛˈnɔmɛnɔ] SUBST ουδ

1. φαινόμενο:

φαινόμενο ΦΥΣ, φιλος
Erscheinung θηλ
φαινόμενο ΦΥΣ, φιλος
Phänomen ουδ
φαινόμενο του θερμοκηπίου
φαινόμενο του Doppler
Dopplereffekt αρσ
φαινόμενο του ντόμινο
Dominoeffekt αρσ
φυσικό φαινόμενο

2. φαινόμενο μτφ (κάτι το εξαιρετικό):

φαινόμενο
Phänomen ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με φαινόμενο

φαινόμενο ουδ πεδίου
Feldeffekt αρσ
φαινόμενο ουδ μουαρέ
φαινόμενο ουδ απορρόφησης
φωτοχημικό φαινόμενο
φωτεινό φαινόμενο
φωτοβολταϊκό φαινόμενο
επαγωγικό φαινόμενο
τριχοειδές φαινόμενο
πιεζοηλεκτρικό φαινόμενο
φωτοελαστικό φαινόμενο
φωτοηλεκτρικό φαινόμενο
Fotoeffekt αρσ
ισοτοπικό φαινόμενο
γυρομαγνητικό φαινόμενο
φυσικό φαινόμενο
φωτομαγνητικό φαινόμενο
ηλεκτροχημικό φαινόμενο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский