Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άλας“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άλας <άλατος> [ˈalas] SUBST ουδ

άλας s. αλάτι,

άλας
Salz ουδ
αλκαλικό άλας
alkalisches Salz ουδ
Karbonat ουδ
αττικόν άλας
attisches Salz ουδ
αττικόν άλας
attischer Witz αρσ
ορυκτό άλας
Steinsalz ουδ
ορυκτό άλας
Mineralsalz ουδ
ουδέτερο άλας
Neutralsalz ουδ
ουδέτερο άλας
neutrales Salz ουδ
σύμπλοκο άλας
komplexes Salz ουδ
Phosphat ουδ

Βλέπε και: αλάτι

Παραδειγματικές φράσεις με άλας

ορυκτό άλας
Zyklamat ουδ
Nitrat ουδ
Glukonat ουδ
Karbonat ουδ
Phosphat ουδ
Phenolat ουδ
όξινο άλας
saures Salz ουδ
βασικό άλας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский