Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: ομαλός , οκέι , και , ναι , ομού και όμπι

όμπι [ˈɔmbi] SUBST ουδ (στο καράτε)

Obi αρσ

ομού [ɔˈmu] ΕΠΊΡΡ

1. ομού (μαζί):

2. ομού (ταυτόχρονα):

και [cɛ] vor Vokal auch, κι [c] ΣΎΝΔ

I . οκέι [ɔˈcɛi] ΕΠΊΡΡ

II . οκέι [ɔˈcɛi] ΕΠΊΘ αμετάβλ

ομαλ|ός <-ή, -ό> [ɔmaˈlɔs] ΕΠΊΘ

1. ομαλός (επιφάνεια):

2. ομαλός (κανονικός):

3. ομαλός (χωρίς επεισόδια):

4. ομαλός (ρήμα):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский