Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ομαλός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ομαλ|ός <-ή, -ό> [ɔmaˈlɔs] ΕΠΊΘ

1. ομαλός (επιφάνεια):

ομαλός

2. ομαλός (κανονικός):

ομαλός

3. ομαλός (χωρίς επεισόδια):

ομαλός

4. ομαλός (ρήμα):

ομαλός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский