Ελληνικά » Γερμανικά

κάλος [ˈkalɔs] SUBST αρσ

καλ|ός <-ή, -ό> [kaˈlɔs] ΕΠΊΘ

3. καλός (παιδί: φρόνιμος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский