Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „καλοριφέρ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

καλοριφέρ [kalɔriˈfɛr] SUBST ουδ αμετάβλ

1. καλοριφέρ (γενικά):

καλοριφέρ
Heizung θηλ

2. καλοριφέρ (κεντρική θέρμανση):

καλοριφέρ

3. καλοριφέρ (σώμα):

καλοριφέρ
Heizkörper αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский