Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάρρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάρρωσ|η <-εις> [aˈnarɔsi] SUBST θηλ

ανάρρωση
Genesung θηλ
βρίσκεται σε ανάρρωση

Παραδειγματικές φράσεις με ανάρρωση

καλή ανάρρωση!
βρίσκεται σε ανάρρωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский