Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κακός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κακ|ός <-ή, -ό> [kaˈkɔs] ΕΠΊΘ

3. κακός (άνθρωπος):

κακός

II . κακ|ός [kaˈkɔs] SUBST αρσ (σε ταινία)

ο κακός
der Böse αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με κακός

ο κακός
der Böse αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский