Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Halde , Schande , handeln , schade , Handel και hadern

Halde <-, -n> [ˈhaldə] SUBST θηλ

1. Halde (Schutthalde, Kohlenhalde):

2. Halde (Müllhalde):

I . handeln [ˈhandəln] VERB αμετάβ

1. handeln (agieren):

hadern [ˈhaːdɐn] VERB αμετάβ τυπικ

1. hadern (streiten):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский