Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „εμπορεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

εμπορεύ|ομαι <-τηκα> [ɛmbɔˈrɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

εμπορεύομαι κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский