Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσύρω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αποσύρ|ω <-α, -θηκα, -μένος> [apɔˈsirɔ] VERB μεταβ

1. αποσύρω (στρατεύματα):

αποσύρω

2. αποσύρω (χρήματα από τράπεζα):

αποσύρω

3. αποσύρω (αίτηση):

αποσύρω

II . αποσύρομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αποσύρομαι:

2. αποσύρομαι (για στρατεύματα):

Παραδειγματικές φράσεις με αποσύρω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский