Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποσφράγιση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποσφράγισ|η <-εις> [apɔˈsfrajisi] SUBST θηλ

αποσφράγιση
Entsiegelung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский