Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παζαρεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παζαρ|εύω <-ψα> [pazaˈrɛvɔ] VERB μεταβ, αμετάβ

παζαρεύω κάτι (τιμή)
um etw αιτ feilschen

Παραδειγματικές φράσεις με παζαρεύω

παζαρεύω κάτι (τιμή)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский