Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Bonn , groß , gros , grob , Agronom , großtun , grollen , grölen και groggy

Bonn <-s> [bɔn] SUBST ουδ ενικ

Βόννη θηλ

groß|tun

großtun irr VERB αυτοπ ρήμα sich großtun μειωτ (angeben):

Agronom <-en, -en> [agroˈnoːm] SUBST αρσ

groggy [ˈgrɔgi] ΕΠΊΘ αμετάβλ οικ

grölen [ˈgrøːlən] VERB αμετάβ οικ μειωτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский