Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσέχω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσέ|χω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [prɔˈsɛxɔ] VERB μεταβ, αμετάβ

Παραδειγματικές φράσεις με προσέχω

προσέχω ένα παιδί

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский