Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ουρλιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ουρλιά|ζω <-ξα> [urˈʎazɔ] VERB αμετάβ

1. ουρλιάζω (από πόνο):

ουρλιάζω

2. ουρλιάζω (σκύλος):

ουρλιάζω

3. ουρλιάζω (λύκος, σειρήνα):

ουρλιάζω

4. ουρλιάζω (άνεμος):

ουρλιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский