Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ούρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ούρο

ούρο s. ούρα

Βλέπε και: ούρα

ούρα [ˈura] SUBST ουδ πλ

Urin αρσ ενικ
Harn αρσ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский