Ελληνικά » Γερμανικά

ψηλός

ψηλός s. υψηλός

Βλέπε και: υψηλός

υψηλ|ός [ipsiˈlɔs], ψηλ|ός [psiˈlɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

2. υψηλός (άνθρωπος):

3. υψηλός μτφ (ανώτερος, ευγενής):

υψηλ|ός [ipsiˈlɔs], ψηλ|ός [psiˈlɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

2. υψηλός (άνθρωπος):

3. υψηλός μτφ (ανώτερος, ευγενής):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский