Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κούραση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κούρασ|η <-εις> [ˈkurasi] SUBST θηλ

κούραση
Anstrengung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με κούραση

είμαι ψόφιος (στην κούραση)!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский