Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουράγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουράγιο [kuˈrajɔ] SUBST ουδ

κουράγιο
Courage θηλ
δεν είχε το κουράγιο να το
κάνε κουράγιο!
κουράγιο! (ενθαρρυντικά)

Παραδειγματικές φράσεις με κουράγιο

κουράγιο! (ενθαρρυντικά)
κάνε κουράγιο!
δεν είχε το κουράγιο να το

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский