Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουρασμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κουρασμέν|ος <-η, -ο> [kurazˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

κουρασμένος

Παραδειγματικές φράσεις με κουρασμένος

κουρασμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский