Ελληνικά » Γερμανικά

χοντρ|ός <-ή, -ό> [xɔnˈdrɔs] ΕΠΊΘ

1. χοντρός (παχύς, παχύσαρκος):

χοντρός

2. χοντρός (τρόποι, αστείο, αλατι):

χοντρός
Pfefferkörner ουδ πλ

3. χοντρός (φωνή):

χοντρός

χόντρος [ˈxɔndrɔs] SUBST ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με χοντρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский