Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „χοντροκοπιά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

χοντροκοπιά [xɔndrɔkɔˈpça] SUBST θηλ

1. χοντροκοπιά (εργασία):

χοντροκοπιά

2. χοντροκοπιά (συμπεριφορά):

χοντροκοπιά
Grobheit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский