Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σπουδαίος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σπουδαί|ος <-α, -ο> [spuˈðɛɔs] ΕΠΊΘ

1. σπουδαίος (σημαντικός):

σπουδαίος

2. σπουδαίος (πολύ καλός, ασυνήθιστος):

σπουδαίος
besondere(r, s)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский