Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fiel , fidel , finnisch , findig , finden και Finne

Finne (Finnin) <-n, -n> [ˈfɪnə] SUBST αρσ (θηλ)

II . finden <findet, fand, gefunden> [ˈfɪndən] VERB αυτοπ ρήμα sich finden

finnisch ΕΠΊΘ

fidel [fiˈdeːl] ΕΠΊΘ

fiel [fiːl]

fiel απλ παρελθ von fallen

Βλέπε και: fallen

fallen <fällt, fiel, gefallen> [ˈfalən] VERB αμετάβ +sein

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский