Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „διακόπτω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

δι|ακόπτω <-έκοψα, -ακόπηκα, -ακομμένος> [ðiaˈkɔptɔ] VERB μεταβ

1. διακόπτω (προκαλώ προσωρινή παύση):

διακόπτω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский