Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παρεμβάλλω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . παρ|εμβάλλω <-έμβαλα [ή -ενέβαλα], -εμβλήθηκα, -εμβλημένος> [parɛɱˈvalɔ] VERB μεταβ

1. παρεμβάλλω:

παρεμβάλλω
παρεμβάλλω εμπόδια σε κάποιον

2. παρεμβάλλω (σε κείμενο):

παρεμβάλλω

II . παρεμβάλλομαι VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με παρεμβάλλω

παρεμβάλλω εμπόδια σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский