Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νομίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νομί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [nɔˈmizɔ] VERB μεταβ

2. νομίζω (θαρρώ):

νομίζω
νομίζω πως έχει δίκιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский