Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: alt , akut , acht και agil

agil [aˈgiːl] ΕΠΊΘ

1. agil (körperlich):

2. agil (geistig):

akut [aˈkuːt] ΕΠΊΘ

1. akut (aktuell):

2. akut ΙΑΤΡ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский