Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οξύς“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οξ|ύς <-εία, -ύ> [ɔˈksis] ΕΠΊΘ

1. οξύς (κοφτερός):

οξύς

2. οξύς (αιχμηρός):

οξύς

3. οξύς (διαπεραστικός: φωνή, ήχος):

οξύς

4. οξύς (έντονος: πόνος, λογομαχία):

οξύς

5. οξύς (ξινός):

οξύς

6. οξύς ΙΑΤΡ (αρρώστια):

οξύς

7. οξύς (απάντηση, λόγια, τόνος):

οξύς

8. οξύς (χαρακτήρας):

οξύς
rau

9. οξύς (όραση, νους):

οξύς

10. οξύς (ακοή):

οξύς

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский