Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οξύρρυγχος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οξύρρυγχος [ɔˈksiriŋxɔs] SUBST αρσ (ψάρι)

οξύρρυγχος
Stör αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский