Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οξύνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . οξύ|νω <-να, -νθηκα, -μένος> [ɔˈksinɔ] VERB μεταβ

1. οξύνω (κάνω αιχμηρό):

οξύνω

2. οξύνω μτφ (κατάσταση, κρίση):

οξύνω

II . οξύνομαι VERB αυτοπ ρήμα (κατάσταση, διένεξη)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский