Ελληνικά » Γερμανικά

οξύτητα [ɔˈksitita] SUBST θηλ

1. οξύτητα (αιχμηρότητα):

οξύτητα
Schärfe θηλ

2. οξύτητα (φωνής, ήχου):

οξύτητα
Schrillheit θηλ

3. οξύτητα (πόνου, λογομαχίας):

οξύτητα
Heftigkeit θηλ

4. οξύτητα (απάντησης, λόγου, όρασης, του νου):

οξύτητα
Schärfe θηλ

5. οξύτητα (ακοής):

οξύτητα
Feinheit θηλ
οξύτητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский