Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πουλώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . πουλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [puˈlɔ] VERB μεταβ

2. πουλώ (διαθέτω για πώληση):

πουλώ

3. πουλώ μτφ (προδίνω):

πουλώ

II . πουλιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

2. πουλιέμαι μτφ (δωροδοκούμαι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский