Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ηλικιωμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ηλικιωμέν|ος <-η, -ο> [iliciɔˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

ηλικιωμένος
alt

II . ηλικιωμέν|ος <-η, -ο> [iliciɔˈmɛnɔs] SUBST αρσ/θηλ

ηλικιωμένος
alte Frau θηλ
ηλικιωμένος
alter Mann αρσ
die Senioren αρσ πλ
die alten Leute πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский