Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pro και kippen

II . kippen [ˈkɪpən] VERB μεταβ

1. kippen (in die Schräge bringen):

2. kippen (Wasser):

3. kippen (leeren, ausgießen):

einen kippen οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский