Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άτομο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άτομο [ˈatɔmɔ] SUBST ουδ

1. άτομο (πρόσωπο):

άτομο
Person θηλ
30 ευρώ κατ' άτομο
κύριο άτομο
Hauptperson θηλ

2. άτομο ΦΥΣ (τμήμα ύλης):

άτομο
Atom ουδ
άτομο αερίου
Gasatom ουδ
markiertes Atom ουδ
ελεύθερο άτομο
freies Atom ουδ
θερμό άτομο
heißes Atom ουδ
πυρηνικό άτομο
Kernatom ουδ
Kernspaltung θηλ
Atombau αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский