Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κατεβάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

κατεβά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [katɛˈvazɔ] VERB μεταβ

1. κατεβάζω (παίρνω κάτω):

κατεβάζω

3. κατεβάζω (πηγαίνω κάτι κάτω):

κατεβάζω

4. κατεβάζω (τραβώ κάτω):

κατεβάζω

5. κατεβάζω (χαμηλώνω, ελαττώνω: τιμές κτλ):

κατεβάζω

6. κατεβάζω (καταπίνω):

κατεβάζω

7. κατεβάζω (επιβάτες):

κατεβάζω

8. κατεβάζω (το κεφάλι):

κατεβάζω

9. κατεβάζω (ένταση, ραδιοφώνου κτλ):

κατεβάζω

10. κατεβάζω Η/Υ (από το διαδίκτυο):

κατεβάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский