Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Domina , hoffen και Hoffnung

I . hoffen [ˈhɔfən] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. hoffen:

2. hoffen (erhoffen):

auf etw αιτ hoffen

3. hoffen (erwarten, bauen auf):

Domina <-, -s> ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina