Konkurrenz <-, -en> [kɔŋkʊˈrɛnts, kɔn-] ΟΥΣ θηλ
1. Konkurrenz χωρίς πλ a. ΝΟΜ:
-
concurrence θηλ
2. Konkurrenz (Wettkampf):
-
compétition θηλ
ιδιωτισμοί:
-
die Konkurrenz schläft nicht οικ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.