Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: enduire , enfuir , nuire , enflure , enfouir και enfoiré

enfuir [ɑ͂fɥiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

2. enfuir λογοτεχνικό:

II . enduire [ɑ͂dɥiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

enfoiré [ɑ͂fwaʀe] ΟΥΣ αρσ χυδ

dummer Sack χυδ
Arschloch ουδ χυδ

I . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

3. enfouir λογοτεχνικό (enfermer en soi):

II . enfouir [ɑ͂fwiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

enflure [ɑ͂flyʀ] ΟΥΣ θηλ

1. enflure ΙΑΤΡ:

Schwellung θηλ

2. enflure (forme emphatique):

Schwulst αρσ

3. enflure οικ (enflé):

Idiot αρσ pej οικ

II . nuire [nɥiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

sich δοτ schaden

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina