Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: poursuite , poursuiteur και poursuivre

poursuiteur (-euse) [puʀsɥitœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ

poursuiteur (-euse)
Verfolgungsfahrer(in) αρσ (θηλ)

II . poursuivre [puʀsɥivʀ] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. poursuivre (persévérer):

III . poursuivre [puʀsɥivʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina