Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: louper , loueur , loupe , louve , louer , lourder και lourde

lourde [luʀd] ΟΥΣ θηλ γαλλ αργκό

Tür θηλ

lourder [luʀde] ΡΉΜΑ μεταβ πολύ οικ! (virer)

I . louer1 [lwe] ΡΉΜΑ μεταβ

3. louer ΘΡΗΣΚ:

louve [luv] ΟΥΣ θηλ

Wölfin θηλ

loupe [lup] ΟΥΣ θηλ

1. loupe ΟΠΤ:

Lupe θηλ

2. loupe ΙΑΤΡ:

Grützbeutel αρσ

3. loupe ΒΟΤ:

Knorren αρσ

ιδιωτισμοί:

loueur (-euse) [lwœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ

I . louper [lupe] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

II . louper [lupe] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

louper (échouer) projet, tentative:

danebengehen οικ
das musste ja so kommen οικ

III . louper [lupe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα οικ (manquer son suicide)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina