Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: désorienter , réorienter και orienter

désorienter [dezɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

2. désorienter (déconcerter):

3. désorienter ΨΥΧ:

II . orienter [ɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. orienter (trouver son chemin):

s'orienter μτφ
s'orienter μτφ

I . réorienter [ʀeɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

1. réorienter:

II . réorienter [ʀeɔʀjɑ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina